Τρίτη 3 Μαΐου 2011

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ : Ιστορία

            Η Ψυχιατρική στην αρχή του εικοστού αιώνα σαν παρακλάδι της Ιατρικής, άρχισε και αυτή να ανατέμνει τον εγκέφαλο, το όργανο στο οποίο πίστευε ότι εδράζεται η ειδικότητά της, προκειμένου να βρει τις βλάβες, που οδηγούν στις αρρώστιες της ψυχής. Όπως οι παθολόγοι ανακάλυπταν το έλκος του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου, το οποίο στην συνέχεια προσπαθούσαν με ποικίλους τρόπους να θεραπεύσουν, έτσι και οι ψυχίατροι εκείνης της εποχής, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν βλάβες στον εγκέφαλο.
            Η προσπάθεια απέδωσε μόνο ως προς την εγκεφαλική σύφιλη. Στην περίπτωση αυτή φάνηκαν ορατές βλάβες. Και βεβαίως οι βλάβες αυτές συνδέθηκαν με το μεγαλομανιακό παραλήρημα, που συνήθως ανέπτυσσαν οι ασθενείς αυτοί. Η ανακάλυψη αυτή δεν ήταν καθόλου αμελητέα, καθότι την εποχή εκείνη, πάνω από το 20% των νοσηλευομένων στα μεγάλα ψυχιατρικά άσυλα, έπασχαν από νευροσύφιλη. Ήταν αυτοί οι γραφικοί τύποι, τους οποίους βλέπουμε σε παλιές ταινίες, που πίστευαν ότι ήταν ο μέγας Ναπολέων, ή η Μαρία Αντουανέτα.
            Όμως η ανατομία και η μικροβιολογία, με τα μέσα που διέθετε τότε, δεν μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα. Δεν μπορούσε να βρει την βλάβη που υπάρχει στην σχιζοφρένεια, ούτε μπορούσε να φανταστεί την αλλαγή στα φίλτρα αναζήτησης και την σύνδεσή τους με βλάβες σε κυκλώματα σεροτονινεργικών νευρώνων, που υπάρχουν στην συναισθηματική νόσο.
            Έπρεπε να φτάσουμε στο 1951, για να ανακαλύψουμε τυχαία, ότι ένα φάρμακο, μπορούσε να σταματήσει τις ψευδαισθήσεις και να αποκαταστήσει την «παράδοξη» συμπεριφορά του σχιζοφρενούς. Και χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια μέχρι να διαπιστώσουμε ότι κάποιες ουσίες, αποκαθιστούσαν την κατάθλιψη και την μανία και μάλιστα μπορούσαν να δράσουν ακόμα και προληπτικά.
            Στις αρχές όμως του προηγούμενου αιώνα, οι ψυχίατροι εξετάζοντας τους ασθενείς τους, συνειδητοποιούσαν ότι βρισκόταν μπροστά σε έναν εγκέφαλο, που απλά έδινε λάθος απαντήσεις. Κάποιοι λοιπόν είχαν την πρωτότυπη ιδέα, αντί να τον «σκαλίζουν», να κοιτάξουν το παρελθόν του, το ιστορικό του δηλαδή. Από την αρχή της γέννησής του, ο συγκεκριμένος εγκέφαλος δεν έδινε σωστές απαντήσεις, ή όπως συμβαίνει συνήθως, από μια ηλικία και μετά αρχίζει να γίνεται προβληματικός;
            Έτσι εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε δύο πεδία. Στον τρόπο που μεγάλωσε ο συγκεκριμένος εγκέφαλος, αλλά και στα γεγονότα που του συνέβησαν, κατά την περίοδο που άρχισε να μη λειτουργεί σωστά.
            Αφού οι ψυχίατροι δεν μπορούσαν όπως οι συνάδελφοί τους παθολόγοι, να βρουν τα μικρόβια και στην συνέχεια την θεραπεία τους, δηλαδή τα αντιβιοτικά, προσπάθησαν να δουν τι είναι εκείνο που αρρωσταίνει τους ασθενείς τους. Το ανάλογο στην περίπτωση της πνευμονίας για παράδειγμα, αποτελεί η έρευνα για το πώς κρύωσε ο ασθενής και έπαθε πνευμονία.
            Αναπτύχθηκε λοιπόν μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από το πώς και γιατί γίνεται κανείς σχιζοφρενής, ή καταθλιπτικός, ή προχωρά στην μανία. Και βέβαια, όπως στο παράδειγμα της πνευμονίας, που ο γιατρός στην προ αντιβιοτικών εποχή, επέπληττε τους γονείς, που άφησαν το παιδί να κυκλοφορεί «γυμνό στα ρεύματα», έτσι και οι ψυχίατροι της εποχής εστίασαν στην συμπεριφορά των γονέων.
            Άλλωστε και η νέα μέθοδος «θεραπείας», που ήταν να προκαλούν τον άρρωστο να μιλήσει για το παρελθόν του, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να φέρνει στην επιφάνεια πρώιμες απογοητεύσεις από τους γονείς και το περιβάλλον. Έτσι ήταν αναμενόμενο οι γονείς και το κοινωνικό περιβάλλον, να βρεθούν μεταξύ σφύρας και άκμονος. Όφειλαν αφ’ ενός να προστατέψουν το παιδί, αφ’ ετέρου όμως δεν έπρεπε και να το καταπιέσουν.

            Αν κάτι έφερε ο Φρόυντ και οι θεωρίες του στον σύγχρονο άνθρωπο, είναι οι ενοχές. Οι γονείς αισθάνονται υπεύθυνοι όχι μόνο για την συμπεριφορά, αλλά και για τις ψυχικές παθήσεις των παιδιών τους. Ακόμα και η κοινωνία κατηγορείται για την εμφάνιση ψυχικών παθήσεων στα μέλη της. Επανειλημμένα ακούγονται κορώνες εναντίον της απρόσωπης, καταπιεστικής, καταναλωτικής κοινωνίας, που προκαλεί ψυχικά προβλήματα στους ανθρώπους.
            Παράλληλα ψυχίατροι, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι, με ψυχαναλυτική κλίση, πρότειναν κοινωνικά μοντέλα φιλελεύθερης δομής, χωρίς αναστολές και περιορισμούς. Μοντέλα όπου η προσωπικότητα αναπτύσσεται ελεύθερα, με αποτέλεσμα να μη προκαλείται ατομική «ματαίωση», η οποία κατ’ αυτούς, οδηγεί σε κατάθλιψη, νεύρωση και στην ακραία της έκφραση, σε ψύχωση, όταν βέβαια υπάρχουν διπλά κοινωνικά μηνύματα! Όμορφοι βερμπαλισμοί, που δυστυχώς βρήκαν γόνιμο έδαφος στους προοδευτικούς κύκλους της διανόησης και έτσι ταυτίστηκαν με την προοδευτικότητα στο κοινωνικό, αλλά ακόμη και στο πολιτικό επίπεδο.
            Για παράδειγμα η θεωρεία των διπλών μηνυμάτων, αποτελεί άλλη μια ευφάνταστη νοητική κατασκευή, που προσπάθησε να εξηγήσει την γέννηση της σχιζοφρένειας. Διατυπώθηκε λοιπόν η άποψη ότι νέος γίνεται σχιζοφρενής, όταν από μικρή ηλικία δέχεται διπλά μηνύματα. Δηλαδή όταν για παράδειγμα η μητέρα του τον προτρέπει να κάνει κάτι, το οποίο όμως συγχρόνως του απαγορεύει. Ή ακόμα του εκφράζει αγάπη και θαυμασμό, αλλά ταυτόχρονα και απόρριψη. Έτσι πίστευαν κάποιοι σοβαροί ερευνητές ότι «τρελαινόταν» τα παιδιά.
            Κατόπιν τούτου διατυπώθηκε η άποψη για την «σχιζοφρενικογόνο μητέρα», την μητέρα δηλαδή που δίνει διπλά μηνύματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η άποψη αυτή καταρρίφθηκε αργότερα, από καλά μεθοδευμένες μελέτες. Οι ερευνητές εξέτασαν τον τρόπο επικοινωνίας γονέων, χωρίς να γνωρίζουν εάν πρόκειται για γονείς σχιζοφρενών ή φυσιολογικών παιδιών. Το αποτέλεσμα την έρευνας αυτής, απέδειξε πανηγυρικά ότι ο τρόπος επικοινωνίας των γονέων, δεν παίζει κανέναν ρόλο στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας. Έτσι η τόσο ελκυστική θεωρεία των διπλών μηνυμάτων κατέπεσε σαν χάρτινος πύργος.

            Αφού λοιπόν οι ψυχίατροι, που προσπαθούσαν να βρουν την αιτία των ψυχικών νόσων, στον τρόπο ανατροφής, απέτυχαν να τεκμηριώσουν τις θεωρίες τους, τότε γιατί η ψυχανάλυση είχε τόση δημοτικότητα; Δεν είναι βέβαια τυχαία, η τεράστια επιτυχία της ψυχανάλυσης. Κυρίως κατάφερε να απενοχοποιήσει την σεξουαλική επιθυμία και γενικότερα την σεξουαλική λειτουργία, σε μια εποχή που η κοινωνία στην Ευρώπη και την Αμερική ξεπερνούσε την θρησκευτική εξουσία, χριστιανική και εβραϊκή.
            Τα αίτια της δημοφιλίας της ψυχανάλυσης είναι περισσότερο κοινωνικά παρά επιστημονικά. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η νέα οικονομική δύναμη πλέον ήταν η ταχέως αναπτυσσόμενη αστική τάξη. Και σε αυτήν απευθύνθηκε η ψυχανάλυση, η οποία πλέον έγινε θρησκεία της. Στην αρχή κάθε εύπορη Βιεννέζα και αργότερα η πλειοψηφία των μεγαλοαστών κυριών του Μανχάταν, επιθυμούσε να ξαπλώσει στο ντιβάνι ενός φημισμένου ψυχαναλυτή. Ακριβώς όπως στις μέρες μας κυνηγάν οι ίδιες κυρίες τα ρούχα και αξεσουάρ με «υπογραφή».
            Όμως και η ψυχανάλυση, παρότι ξεκίνησε σαν επανάσταση, στα συντηρητικά θεμέλια της προτεσταντικής κοινωνίας, εντούτοις δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό, να μη γίνει και αυτή καθεστώς και μάλιστα πολλαπλάσια καταπιεστικό. Χρησιμοποιώντας την δύναμη που της έδινε ή δημοτικότητά της, δημιούργησε, ιδίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την πληθυσμιακή έκρηξη που τον ακολούθησε, περισσότερες ενοχές τόσο στην «καταπιεστική κοινωνία», όσο και στους «ευνουχιστικούς» γονείς.
            Με την λογική που αναπτύχθηκε παράλληλα με την ψυχανάλυση, απενοχοποιήθηκε μεν η καταπιεσμένη σεξουαλικά μεγαλοαστή σύζυγος, η οποία πολύ φυσικά κοιτά με θαυμασμό και σεξουαλική επιθυμία τον κηπουρό της, όπως περιγράφεται υπέροχα στην «Λαίδη Τσάτερλι». Από την άλλη όμως ενοχοποιήθηκε ο γονιός, που τιμωρεί αυστηρά το παιδί του, που έφαγε κρυφά την μαρμελάδα!
             Απενοχοποιήθηκε κάθε ερωτική επιθυμία, αφού σύμφωνα με την Φροϋδική θεωρεία, δεν είναι τίποτε παρά πάνω από την έλξη του παιδιού προς τον γονέα του αντίθετου φύλου, η οποία μετουσιώνεται σε ένα άλλο πρόσωπο. Με τον τρόπο αυτό απενοχοποιήθηκε ακόμα και η ερωτική επιθυμία που γεννιέται στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, ως μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση. Ο αναλυόμενος βλέπει στο πρόσωπο του αναλυτή τον γονέα του και είναι αναμενόμενο επομένως να αναπτύξει ερωτικά συναισθήματα. Το ίδιο ισχύει και ως αντιμεταβίβαση, από την πλευρά του αναλυτή.
             Αντίθετα ενοχοποιήθηκε η αγανάκτηση προς το άτακτο παιδί, ακόμα και προς τον εγκληματία. Το κεντρικό μότο έγινε ότι για όλα φταίει η ανατροφή και επομένως οι γονείς και η κοινωνία. Άρα αντί να τιμωρήσουμε, οφείλουμε να διερευνήσουμε τα βαθύτερα ψυχολογικά αίτια, που οδήγησαν τον παραβάτη στην πράξη του.
            Οι γονείς στις βιομηχανικές κοινωνίες, μετά τον πόλεμο έγιναν όλο και περισσότερο επιτρεπτικοί, προκειμένου να μη προκαλέσουν «τραύματα» στα παιδιά τους. Έτσι πολλά παιδιά βγήκαν στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας, χωρίς να γνωρίζουν τι πάει να πει ανταγωνισμός. Απροετοίμαστα για να αντιμετωπίσουν την σκληρότητα της ζωής.
            Όμως ο ρόλος του γονέα πάντα ήταν να μαθαίνει το παιδί του, να μπορέσει να πετάξει μόνο του, με τα δικά του φτερά, ή όπως λέμε για τους ανθρώπους: «να σταθεί στα πόδια του». Οφείλει επομένως να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικού ανταγωνισμού, μέσα στο θερμοκήπιο της οικογένειας. Οφείλει να τιμωρεί παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, όπως θα συμβεί αύριο που το παιδί θα βγει έξω στην κοινωνία. Ανάλογο ρόλο παίζει και το σχολείο.
            Άλλωστε μη ξεχνάμε ότι τα προγράμματα των συμπεριφορών δημιουργούνται στα πρώτα χρόνια της ζωής. Μετά, όπως ανέφερα σε προηγούμενο μάθημα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τροποποιηθούν. Επομένως αν δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα που να λέει ότι «δεν έγινε και τίποτε αν κλέψεις ή αν φας το γλυκό που έχουμε για τους ξένους», ή «…αν πας στο σχολείο αδιάβαστος», πάλι θα έχεις την αμέριστη αγάπη και θαυμασμό των γονέων σου, είναι αναμενόμενο τέτοιου είδους συμπεριφορές, να έχεις την τάση να επαναλαμβάνεις και αργότερα έξω στην κοινωνία. Και βέβαια με τέτοιες αποσκευές στο μυαλό σου, δεν θα μπορείς να καταλάβεις, γιατί η κοινωνία σε τιμωρεί και σε βάζει στο περιθώριο, αφού ανάλογες συμπεριφορές επιβραβευόταν στο σπίτι σου.
            Το παιδί αυτό θα απαιτηθεί να φτιάξει νέα προγράμματα, που να λένε ότι έξω στην κοινωνία ισχύουν άλλοι κανόνες. Και όλα τα προηγούμενα προγράμματα είναι μόνο για ενδοοικογενειακή χρήση. Αλλά για να φτιάξει τα νέα προγράμματα, θα πρέπει να αποκτήσει ανάλογες κοινωνικές εμπειρίες. Δηλαδή να καταδικαστούν κάποιες πρακτικές του, ώστε να τις συνδέσει με αρνητικά συναισθήματα και να τις απαξιώσει.
Αυτός όμως είναι πιο σκληρός τρόπος μάθησης, από το να το είχε ήδη μάθει από τους γονείς του, με ήπιο τρόπο.
            Το αυθαίρετο συμπέρασμα των ψυχιάτρων του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, ότι για τις αρρώστιες του μυαλού φταίνε τα τραύματα της ανατροφής, καθώς και οι ψυχοπιεστικές συνθήκες, που προηγήθηκαν της εκδήλωσης της νόσου, είχε βαθιές κοινωνικές επιπτώσεις. Και αυτό ακριβώς λόγω της πλατιάς αποδοχής που απέκτησαν οι θεωρίες του Φρόϋντ, σε εκείνα ακριβώς τα κοινωνικά στρώματα, που είχαν την δύναμη να επηρεάσουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
            Η Φροϋδική θεωρία δεν επηρέασε μόνο τα ήθη της οικογένειας, αλλά έφερε και έναν αέρα ανεκτικότητας σε όλη την δυτική κοινωνία. Η κοινωνία έφτασε στο σημείο να καταδικάσει την τιμωρία, αφού κατά την θεωρία δεν φταίει ο εγκληματίας, αλλά η ανατροφή του και η κοινωνία που τον ανάγκασε να παρανομήσει. Ακόμα και οι φυλακές μετονομαστήκαν σε σωφρονιστικά καταστήματα, γιατί η τιμωρία δεν είναι πλέον «πολιτικά ορθή» πρακτική.
            Ο πυρήνας της Φροϋδικής θεωρίας βλέπει τον άνθρωπο σαν τραγικό πρωταγωνιστή αρχαίας τραγωδίας, που πορεύεται στην πραγμάτωση του χρησμού του Οιδίποδα, τυφλός, χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Η τραγικότητά του έγκειται ακριβώς, στο ότι δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο του. Έχει προγραμματιστεί, θα έλεγα εγώ, με ένα πρόγραμμα που τον κατευθύνει να αποζητά χαρακτηριστικά της μητέρας του, σε κάθε γυναίκα που τον ελκύει και αντίστοιχα χαρακτηριστικά του πατέρα του σε κάθε άντρα με τον οποίο σχετίζεται.
            Το δυστύχημα με την Ψυχιατρική ήταν ότι καθυστέρησε η βασική βιολογική έρευνα του εγκεφάλου. Το γεγονός αυτό είναι λογικό βέβαια, καθότι ο εγκέφαλος είναι το πιο περίπλοκο όργανο του οργανισμού. Το κενό αυτό της γνώσης ήρθε να καλύψει η Φιλοσοφία και άλλα παράπλευρα παιδία θεωρητικής γνώσης, όπως η Κοινωνιολογία και η Θεολογία. Αλλά όπως πριν πολλούς αιώνες η Θεολογία πίστευε ότι οι αρρώστιες ήταν προνομιακό δικό της πεδίο και αφόριζε τις ιατρικές έρευνες, έτσι και κάποιοι σύγχρονοι φιλόσοφοι όπως ο Φουκώ, πιστεύουν ότι αυτοί μπορούν να ασχοληθούν με την τρέλα και την θεραπείας της. Μπορούν μέσα από θεωρητικές αναλύσεις να καθορίζουν την τρέλα και τις αιτίες της. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μέσα από την πλήρη άγνοιά τους, αποκαλούν «αληθολόγους της βιοεξουσίας» (sic), όσους όχι μόνο υποστηρίζουν αλλά αποδεικνύουν ότι η σχιζοφρένεια και οι άλλες ψυχικές αρρώστιες έχουν βιολογική βάση.
            Έχουμε λοιπόν καθήκον έναντι της κοινωνίας να εκριζώσουμε τέτοιες παγανιστικές απόψεις, που μέσα από την ελκυστική τους μορφή, κρατούν ακόμα την κοινωνία μας σε πνευματικό μεσαίωνα. Είναι αυτές οι δυνάμεις αδράνειας που εμποδίζουν την γρήγορη καταφυγή του ασθενούς στον ειδικό γιατρό και την αποδοχή της κατάλληλης βιολογικής θεραπείας. Η συστηματική δυσφήμηση των ψυχοφαρμάκων αποτελεί έγκλημα, ανάλογο με την προτροπή σε εξορκισμούς και τάματα, για την θεραπεία ενός ασθενούς με πνευμονία. Όπως τα αντιβιοτικά έσωσαν εκατομμύρια ασθενείς από τον θάνατο, έτσι και τα ψυχοφάρμακα έσωσαν και σώζουν εκατομμύρια ασθενείς από τις αλυσίδες και την κοινωνική περιθωριοποίηση, την κατάθλιψη και την αυτοκτονία. Δεν αλλάζουν της προσωπικότητα του ανθρώπου, απλά τον απελευθερώνουν από τις ασθένειες του μυαλού του, που τον καθηλώνουν.
           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου